οὐρεῖ — ὀρεύς mule masc dat sg (ionic) οὐρέω make water pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) οὐρέω make water pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) οὐρεύς mule masc dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουρητικός — ή, ὁ (Α οὐρητικός, ή, όν) [ουρητός] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ούρα ή στην ούρηση («ουρητικό σύστημα») αρχ. 1. (για πρόσ.) αυτός που έχει την τάση να ουρεί συχνά ή να ουρεί πολύ 2. αυτός που διευκολύνει ή προκαλεί έκκριση ούρων,… … Dictionary of Greek
οὔρε' — οὔ̱ρεα , ὄρος implement for pressing grapes neut nom/voc/acc pl (epic ionic) οὔ̱ρει , ὄρος implement for pressing grapes neut nom/voc/acc dual (attic epic ionic) οὔ̱ρεϊ , ὄρος implement for pressing grapes neut dat sg (epic ionic) οὔ̱ρει , ὄρος… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
сцать — сцу, сцишь, также 3 л. ед. ч. ссыт (Аввакум 145), укр. сцяти, сцю, сциш, блр. сцаць, сербск. цслав. сьцати, сьчѫ, сьчиши (Мi. LР 969); словен. scati, ščim, чеш. scati, польск. szczac, szczę, в. луж. šcec, н. луж. šcas. Праслав. *sьсаti, *sьčǫ,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
LUBAR — Epiphan. l. 1. Hoeres. est mons ille, in quo Arca Noe constitit. Verba eius sunt: Μετὰ τὸν κατακλυσμὸν ἐπιςτάσης τῆς λάρνακος Νῶε εν τοῖς ὄρεσι τοῖς Α᾿ραρατ, ἀναμέσον Α᾿ρμενίων καὶ Καρδυέων εν τῷ Λουβὰρ οὔρει καλουμένῳ. Ε᾿κεῖσε πρῶτον κατοίκησις… … Hofmann J. Lexicon universale
εμπροσθουρητικός — ἐμπροσθουρητικός, ή, όν (Α) ζωολ. αυτός που ουρεί προς τα εμπρός … Dictionary of Greek
οπισθουρητικός — ή, ό (Α ὀπισθουρητικός, ή, όν) νεοελλ. ανατ. φρ. «οπισθουρητικό όγκωμα» εγκάρσιο όγκωμα που ενώνει τις δύο εκβολές τών ουρητήρων αρχ. αυτός που ουρεί προς τα πίσω («ὥσπερ τὰ ὀπισθουρητικὰ τῶν τετραπόδων», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο) * +… … Dictionary of Greek
παλίνουρος — I Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Ίασου, πηδαλιούχου του Αινεία, που πνίγηκε στη Μεσόγειο και τάφηκε στην Κάτω Ιταλία στο ακρωτήριο που έχει το όνομά του. Στον τόπο που έγινε η ταφή του οι κάτοικοι τον τιμούσαν ως θεό. II Ονομασία 2 υφάλων της… … Dictionary of Greek
υπνουρία — η, Ν νυκτερινή ενούρηση, το να ουρεί κανείς στον ύπνο του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπνος + ουρία (< ούρο)] … Dictionary of Greek
Μανδάνη — I (7ος 6ος αι. π.Χ.). Κόρη του βασιλιά των Μήδων Αστυάγη. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, όταν ήταν μικρή, ο πατέρας της την είδε στο όνειρό του να ουρεί τόσο πολύ, ώστε πλημμύρισε ολόκληρη την Ασία. Στη συνέχεια παντρεύτηκε τον Καμβύση και, τον πρώτο… … Dictionary of Greek